ἀντηχήσει

ἀντηχήσει
ἀντήχησις
a re-echoing
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀντηχήσεϊ , ἀντήχησις
a re-echoing
fem dat sg (epic)
ἀντήχησις
a re-echoing
fem dat sg (attic ionic)
ἀντηχέω
sing in answer
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀντηχέω
sing in answer
fut ind mid 2nd sg
ἀντηχέω
sing in answer
fut ind act 3rd sg
ἀ̱ντηχήσει , ἀντηχέω
sing in answer
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱ντηχήσει , ἀντηχέω
sing in answer
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀντηχέω
sing in answer
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀντηχέω
sing in answer
fut ind mid 2nd sg
ἀντηχέω
sing in answer
fut ind act 3rd sg
ἀντηχέω
sing in answer
futperf ind mp 2nd sg
ἀντηχέω
sing in answer
futperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επηχώ — ἐπηχῶ, έω (AM) 1. αντηχώ, αντιλαλώ («κλαίουσι συνναύταις ἐμοῑς... ἐπήχει δ ἄντρον», Ευρ.) 2. κάνω κάτι να αντηχήσει αρχ. 1. κραυγάζω 2. αναφέρω κάτι σε κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

  • επιβρομώ — ἐπιβρομῶ, έω (Α) 1. (για θάλασσα) κάνω πάταγο, βουίζω 2. (για όπλα) αντηχώ 3. κάνω κάτι να αντηχήσει 4. (για θαλάσσια πουλιά) κραυγάζω από ψηλά 5. παθ. (για αφτιά) γεμίζω ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βρομώ (παράλληλος τ. τού ρ. βρέμω «ηχώ»)] …   Dictionary of Greek

  • καταψοφώ — καταψοφῶ, έω (Α) 1. γεμίζω κάτι με θόρυβο, κάνω κάτι να αντηχήσει από θορύβους («φιλήματι καταψοφοῡσι τὰς ἐκκλησίας», Κλήμ.) 2. κάνω μεγάλο θόρυβο, δημιουργώ βροντώδη κρότο («θεὸς καταψοφεῑ βρονταῑς», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ψοφῶ «αντηχώ …   Dictionary of Greek

  • προσεπηχώ — έω, ΜΑ επαυξάνω τον ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπηχῶ «αντηχώ, κάνω κάτι να αντηχήσει»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”